Ὁ ἀπὸ Ἑλβετίας Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως κυρὸς Δαμασκηνὸς (Προϊστάμενος 1969-2001)
Ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Δρ. Γεώργιος Τσέτσης (Προϊσταμενεύων 2001)
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀνέων κ. Μακάριος (Προϊσταμενεύων 2001-2003)
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀγκύρας κ. Ἱερεμίας (Προϊστάμενος 2003-2018)
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἐλβετίας κ. Μάξιμος (Προϊστάμενος 2018- )
Βιογραφικὸν σημείωμα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀδριανουπόλεως κυροῦ Δαμασκηνοῦ
Ὁ ἀπὸ Ἑλβετίας Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως κυρὸς Δαμασκηνὸς (Βασίλειος) Παπανδρέου ἐγενήθη ἐν Κάτῳ Χρυσοβίτσῃ Αἰτωλίας τὸ 1936. Τὰ ἐγκύκλια μαθήματα παρηκολούθησεν εἰς τὸ Γυμνάσιον τοῦ Θέρμου. Ἐσπούδασε Θεολογίαν εἰς τὴν Ἱ. Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκ τῆς ὁποίας ἀπεφοίτησε τὸ 1959. Τὸ ιδιον ἔτος ἐχειροτονήθη Διάκονος καὶ συνέχισε μεταπτυχιακὰς σπουδὰς εἰς τὰς Θεολογικὰς καὶ Φιλοσοφικὰς Σχολὰς τῶν Πανεπιστημίων Βόννης καὶ Μάρμπουργκ (1959-1965), εἰς τὴν Γενικὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν καὶ εἰς τὴν Φιλοσοφίαν τῆς Θρησκείας. Κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν μεταπτυχιακῶν σπουδῶν του, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος (1961) καὶ προεχειρίσθη εἰς Ἀρχιμανδρίτην. Ἡ διδακτορική του διατριβὴ «Ἵδρυσις καὶ ὀργάνωσις τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας μέχρι τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1966) ἔχει μεταφρασθῆ καὶ εἰς τὴν ἀρμενικὴν γλῶσσαν, κυκλοφορηθεῖσα εἰς δύο διαφορετικὰς ἐκδόσεις· ἐν Γενεύῃ (1994) εἰς τὴν ὁμιλουμένην ἐν τῇ διασπορᾷ διάλεκτον τῆς ἀρμενικῆς γλώσσης καὶ ἐν Ἐτσμιατζὶν (1997) εἰς τὴν ἐπίσημον γλῶσσαν τῆς Ἀρμενίας. Ἡ δευτέρα ἐκ τῶν ἐκδόσεων τούτων ἐπεδόθη ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Καθολικοῦ Καρεκὶν Α’ εἰς τὴν Αὐτοῦ Θειοτάτην Παναγιότητα τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον κατὰ τὴν ἐπίσημον ἐπίσκεψιν Αὐτοῦ εἰς Ἀρμενίαν (1997).
Ἀποφάσει τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡρίσθη Ἡγούμενος τοῦ νεοσυστάτου ὀρθοδόξου μοναστικοῦ κέντρου εἰς τὸ Taizé τῆς Γαλλίας (1965). Τὸ 1969 διωρίσθη Προϊστάμενος τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης, ἀναλαβὼν συγχρόνως καὶ τὴν εὐθύνην τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἕδρευε εἰς τὸ Ὀρθόδοξον Κέντρον. Τὸ ὀφφίκιον τοῦ Μεγάλου Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἔλαβε τὸ 1969 ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου. Τὸ 1970 ἐξελέγη ὑπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου Μητροπολίτης Τρανουπόλεως, τὸ δὲ 1975 ἡ Μητρόπολις Τρανουπόλεως ἀνυψώθη ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ εἰς τὴν τάξιν τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπόλεων τοῦ Θρόνου. τὸ 1982 κατεστάθη πρῶτος Μητροπολίτης τῆς ἀρτισυστάτου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας. Ἐξεπροσώπησε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον εἰς πλεῖστας ὅσας ἀποστολὰς καὶ συνέδρια. Διετέλεσε Πρόεδρος τῶν Διορθοδόξων Ἐπιστροπῶν τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῆς Παλαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑνός, καὶ μετὰ τῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀφ’ ἑτέρου. Κατὰ τὴν περίοδον 1986-1992 διετέλεσεν εἷς ἐκ τῶν Προέδρων τῆς Διασκέψεως Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν.
Διετέλεσε Πρόεδρος, ἀπὸ χριστιναικῆς πλευρᾶς, τῶν διμερῶν Ἀκαδημαϊκῶν Συναντήσεων μετὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ (ἀπὸ τοῦ ἔτους 1977) καὶ τοῦ Ἰσλὰμ (ἀπὸ τοῦ ἔτους 1986)· Πρύτανις τοῦ Μεταπτυχιακοῦ Ἰνστιτούτου Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε καὶ λειτουργεῖ ἀπὸ τοῦ ἔτους 1997· Πρόεδρος τοῦ ἐν Γενεύῃ ἑδρεύοντος Ἱδρύματος Διαθρησκειακῶν καὶ διαπολιτισμικῶν ἐρενυῶν καὶ διαλόγων (3 Μαΐου 1999)· Πρόεδρος τῆς ἐν Βρυξέλλαις ἑδρευούσης Διεθνοὺς Ἀκαδημίας Θρησκευτικῶν Ἐπιστημῶν. Διετέλεσεν, ἐπίσης, μεταξὺ ἄλλων Μέλος τῆς Διεθνοὺς Συμβουλευτικῆς Διαθρησκειακῆς Ἐπιτροπῆς τῆς UNESCO· Μέλος τῆς Διεθνοῦς Ἑταιρείας Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ· Ἀντιπρόσεδρος τοῦ διεθνοῦς Ἱδρύματος Fondation Latsis Internationale· καὶ ἐπίτιμον Μέλος τοῦ Ἱδρύματος Pro Oriente τῆς Βιέννης διὰ τὴν ἑνότητα τῶν Χριαστιανῶν.
Ὡσαύτως, διατέλεσεν Ἀντεπιστέλλον Μέlος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (1991)· καὶ Καθηγητὴς τῆς ρωμαιοκαθολικῆς πανεπιστημιακῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Λουκέρνης ἀπὸ τοῦ ἔτους 1974. ἐτιμήθη διὰ τοῦ τίτλου τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος ἀπὸ τὰς Ὀρθοδόξους Θεολογικὰς Σχολὰς τοῦ Βουκουρεστίου (1981), τοῦ Βελιγραδίου (1982), τοῦ Ἀριστoτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1985), τοῦ Πρέσωβ (1987), τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1990), τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας (1992), τοῦ Πανεπιστημίου «Ἅγιος Κλήμης Ἀχρίδος» τῆς Σόφιας (1999) καὶ τοῦ Πανεπιστημίου «Ἀλέξανδρος Ἰω. Κούζα» τοῦ Ἰασιόυ (1999)· ἀπὸ τὰς Ρωμαιοκαθολικὰς Θεολογικὰς Σχολὰς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βόννης (1986) καὶ τοῦ ἀρχαιοτέρου Ποντηφικοῦ Πανεπιστημίου τοῦ κόσμου «Ἅγιος Θωμᾶς» τῆς Μανίλας τῶν Φιλιππίνων Νήσων (1998)· ἀπὸ τὴν Παλαιοκαθολικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βέρνης (1987) καὶ ἀπὸ τὴν Προτεσταντικὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Γενεύης (1999). Ἐπίσης, ἐτιμήθη διὰ τοῦ τίλτου τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος τοῦ Κρατικοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μίνσκ τῆς Λευκορωσσίας (1998· τυγχάνει ὁ 13ος Ἐπίτιμος Διδάκτωρ τοῦ ἐν λόγῳ Πανεπιστημίου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως αὐτοῦ ἐν ἔτει 1921) καὶ τοῦ Τμήματος Ἱστορίας – Ἀρχαιολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων (1998).
Διὰ τὴν ποικίλην καὶ θετικὴν προσφοράν του εἰς τὴν προώθησιν τόσον τῶν διορθοδόξων, ὅσο καὶ τῶν διεκκλησιαστικῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχει τιμηθῆ διὰ τῶν ἀνωτάτων τιμητικῶν διακρίσεων πολλῶν Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἀναφέρεται, ἐπίσης, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος εἰς τὸν ὁποῖον ἀπενεμήθη, τὴν 5ην Δεκεμβρίου 1992, τὸ βραβεῖον Abt Emmanuel Heufelder τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Μονῆς τῶν Βενεδικτίνων Πατέρων τοῦ Niederaltaich, εἰς ἐπιβράβευσιν τῆς οἰκουμενικῆς του συμβολῆς καὶ ἐνδυνάμωσιν τῆς διακονίας του διὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἐκ τῶν διακοσίων καὶ πλέον τίτλων τοῦ καταλόγου τῶν ἔργων, μελετῶν, ἄρθρων διαλέξεων καὶ ἐκδόσεών του, οἱ ὁποῖοι κυκλοφοροῦν εἰς πολλὰς εὐρωπαϊκὰς γλώσσας, ἐντελῶς ἐνδεικτικῶς ἀναφέρονται: Ὁ τόμος «Orthodoxie und Œcumene. Gesammelte Aufsätze von Damaskinos Papandreou » (Stuttgart 1986, σσ. 226), ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ εἴκοσι μελέτας, ἀπὸ τὸ εὐρύτερον συγγραφικόν του ἔργον, ἐπιλεγείσας καὶ ἐκδοθείσας ὑπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν Ρηνανίας – Βεστφαλίας κ. Wilhelm Schneemelcher· οἱ «Θεολογικοὶ Διάλογοι. Μία Ὀρθόδοξος προοπτικὴ» (Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 355)· ὁ τόμος «Ὀρθοδοξία καὶ Κόσμος» (1993), ὁ ὁποῖος μετεφράσθη καὶ εἰς τὴν ρωσσικὴν γλῶσσαν· ὁ τιμητικὸς τόμος «Euharisteria» (1996), τὸν ὁποῖον ἐπεμελήθησαν ὁ Καθηγητὴς κ. Wilhelm Schneemelcher καὶ ἡ Δρ. Maria Brun, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ῆς ἐπετείου τῶν γενεθλίων του, καὶ ὁ τόμος «Λόγος Διαλόγου» (1997). Δύο συλλογαὶ κειμένων του ἐξεδόθησαν (1998) ρουμανιστὶ εἰς τὴν ἕδραν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Μολδαβίας καὶ Βουκοβίνας, τὴν πόλην τοῦ Ἰασίου, τῆς ὁποίας ἀνεκηρύχθη Ἐπίτιμος Δημότης (1999).
Ἦτο, ἐπίσης, ἐκδότης τοῦ μηνιαίου Δελτίου Εἰδήσεων τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου «Ἐπίσκεψις», τῶν σειρῶν «Συνοδικὰ» (ἕως τοῦ 1994) καὶ «Θεολογικαὶ Μελάται τοῦ Σαμπεζύ» (ἕως τοῦ 1998), συνεκδότης ἀπὸ τοῦ ἔτους 1971, τοῦ τριμηνιαίου περιοδικοῦ «UNA SANCTA» καὶ διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς σειρᾶς «Perspective orthodoxe» τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Labor et Fides» τῆς Γενεύης.
Σημειωτέον, ὅτι μεταξὺ τῶν τριάκοντα τριῶν βιογραφουμένων ἑλβετῶν Θεολόγων εἰς τὸν τόμον «Θεολογικὰ Πορτραῖτα. Ἑλβετοὶ καὶ Ἑλβετίδες Θεολόγοι εἰς τὸν 19ον καὶ 20ον αἰῶνα», ὁ ὁποῖος ἐκυκλοφορήθη ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 150ῆς ἐπετείου τῆς Ἑλβετικῆς Συνομοσπονδίας (1998) εἰς τὸν ἐδοτικὸν οἶκον τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Φριβούργου Paulusverlag -ὁ τόμος εἶναι ἡ συνέχεια ἄλλου ἀναλόγου τόμου, κυκλοφορηθέντος τὸ ἔτος 1991 ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 700 ἐτῶν ἀπὸ τοῦ Συμφώνου Ἑνώσεως τῶν Τριῶν Καντονίων (alte Eidgenossenchaft)- περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἀείμνηστος Δαμασκηνὸς ὡς Μητροπολίτης Ἑλβετίας. Ὁ βιογραφούμενος ὑπὸ τῆς ἑλβετίδος Θεολόγου Δρ. Maria Brun εἶναι ὁ τελευταῖος κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ γεννήσεως βιογραφούμενος ἐκ τῶν ἓξ ἐπιζώντων Θεολόγων μετὰ τὸν Hans-Ruedi Weber (1923).
Βιογραφικὸν σημείωμα τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Δρ. Γεωργίου Τσέτση
Ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Δρ. Γεώργιος Τσέτσης γεννήθηκε εἰς Κωνσταντινούπολιν τὸ 1934. Ἐσπούδασε Θεολογίαν εἰς τὴν Ἱ. Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, συνέχισε μεταπτυχιακὰς σπουδὰς εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Ἰνστιτοῦτον τοῦ Bossey εἰς Γενεύην καὶ ἐλαβε τὸ Διδακτορικό του Δίπλωμα ἐκ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐχειροτονήθη Διάκονος εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Πριγκηποννήσων καὶ ἀνέλαβε διαφόρους θέσεις εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν (1965-1984). Ἀπὸ τοῦ 1985 ἕως τοῦ 1999, διωρίσθη Μόνιμος Ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου παρὰ τῷ Π.Σ.Ε.
Τὸ 2001, διωρίσθη Προϊσταμενεύων τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς Σαμπεζὺ Γενεύης καὶ Κοσμήτωρ τοῦ ἐν αὐτῷ λειτουργοῦντος Μεταπτυχιακοῦ Ἰνστιτούτου Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Τὸ 2016, τὸ Τμῆμα Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸν ἐτίμησε μὲ τὸν τίτλον τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος.
Ἔχει δημοσιεύση πληθώρα βιβλίων καὶ πλείονα τῶν ἑξήκοντα δοκιμίων καὶ ἄρθρων θεολογίας, λειτουργικῆς, οἰκουμενικῆς κινήσεως, ἱστορίας καὶ κοινονικῆς πολιτικῆς. Εἶναι συνεκδότης τοῦ τρίτου τόμου «Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως».
Βιογραφικὸν σημείωμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀνέων κ. Μακαρίου
Ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Λαμψάκου κ. Μακάριος (Παυλίδης) γεννήθηκε εἰς Γιαννιτσὰ τοῦ Νομοῦ Πέλλης τὴν 24η Σεπτεμβρίου 1937, ὅπου ἐπεράτωσε τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευσι (1947-1953). Τὰ ἐγκύκλια μαθήματα παρακολούθησε εἰς τὴν Ἀθωνιάδα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ (1953-1959) καὶ ἐκάρη μοναχὸς εἰς τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου (1955). Συνέχισε τὰς σπουδάς του εἰς τὴν Ἱ. Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης (1959-1963) καὶ ἐχειροτονήθηκε Διάκονος (1961) εἰς τὸ Ναΐδριον τῆς Σχολῆς καὶ Πρεσβύτερος (1963) εἰς τὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ταταούλων ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Ἰάκωβο.
Μετὰ τὴν ἀποφοίτησι ἐπέστρεψε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐν συνεχείᾳ κλήθηκε ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρεταννίας Ἀθηναγόρα καὶ τοποθετήθηκε εἰς τὴν νεοϊδρυθεῖσα Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Kingston Surrey, τὴν ὁποία καὶ ὀργάνωσε καθὼς καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο. Ἐκεῖ διηκόνησε μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1969 καὶ ἔπειτα συνόδευσε τὸν Μητροπολίτη Φιλαδελφείας ὡς Πατριαρχικὸ Ἔξαρχο εἰς τὴν Αὐστραλία μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1969. Διορίσθηκε Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γερμανίας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰάκωβο καὶ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο Πατριαρχικὸς Ἐπίτροπος αὐτῆς (1971). Συνεργάσθηκε μὲ τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Γερμανίας Ἰάκωβο γιὰ τὴν ἀναδιοργάνωσι τῆς Μητροπόλεως καὶ τῶν Ἐνοριῶν σὲ νέες βάσεις, σύμφωνα μὲ τὶς τότε ἀνάγκες τῶν μεταναστῶν. Ἐνεγράφη εἰς τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βόννης καὶ παρηκολούθησε εὐρύτερες θεολογικὲς σπουδὲς εἰς τὴν Πατρολογία καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. Τό 1980 διορίσθηκε καθηγητής καί ἀποσπάσθηκε εἰς τά Ἑλληνικά Σχολεῖα τῆς Γερμανίας.
Ἐπίσκοπος Λαμψάκου χειροτονήθηκε τήν 3η Νοεμβρίου 1985 εἰς Ζυρίχη ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Ἑλβετίας κ. Δαμασκηνὸ καί ὑπηρέτησε ὡς Βοηθός Ἐπίσκοπος στὴν Ἱ. Μητρόπολη Ἑλβετίας, ὑπεύθυνος προσωπικοῦ τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου καὶ Πνευματικὸς τοῦ Μεταπτυχιακοῦ Ἰνστιτούτου Ὀρθοδόξου Θεολογίας (ἕως τοῦ 2018). Ἀπὸ τοῦ 2001 ἕως τοῦ 2003 διετέλεσε Τοποτηρητὴς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἑλβετίας καί Προϊσταμενεύων τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διορισθεὶς ὑπὸ τῆς Α.Θ.Π. τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου. Προσέφερε τὰς ὑπηρεσίας του εἰς τὸ ποιμαντικὸ καὶ τὸ εὐρύτερο πνευματικὸ ἔργο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὰς διορθοδόξους καὶ διεκκλησιαστικὰς δραστηριότητας τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου. Ἐκπροσώπησε τὴν Α.Θ.Π τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο εἰς πολλὰς οἰκουμενικὰς ἐκδηλώσεις καὶ ἔλαβε μέρος εἰς πολλὰ θεολογικὰ συνέδρια.
Τὴν 10ην Ἰουλίου 2018, ἀποφάσει τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐξελέγη παμψηφεὶ Μητροπολίτης Ἀνέων, Ὑπέρτιμος καὶ Ἐξαρχος Ἰωνίας.
Βιογραφικὸν σημείωμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀγκύρας κ. Ἱερεμίου
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀγκύρας, ὑπέρτιμος καὶ Ἔξαρχος πάσης Γαλατίας κ. Ἱερεμίας (Καλλιγιώργης), ἐγεννήθη στὴν Κῶ τῆς Δωδεκανήσου τὴν 17ην Ἰανουαρίου 1935. Τὰ ἐγκύκλια μαθήματα διήκουσε στὸ Δημοτικό Σχολείο τοῦ Δήμου Κῶ. Ἀπὸ τὸ 1949 ἕως τὸ 1952 ἐσπούδασε στὴν Πατμιάδα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή. Κατὰ τὰ ἔτη 1952-1959 ἐσπούδασε στὴν Ἱ. Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης. Ἀπεφοίτησε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1959 καί ἐχειροτονήθη Διάκονος, τὴν 9ην Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους, Συνοδικῇ ἀποφάσει, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Δωρόθεο. Μετεξεπεδεύθη στὸ Παρίσι στὴν Λειτουργική. Μέχρι τὸ ἔτος 1963 συνεπλήρωσε τὶς σπουδές του στὸ Ἀνώτατο Λειτουργικὸ Ἰνστιτοῦτο Παρισίων, λαμβάνοντας τὸν τίτλο Peritus Sacrae Liturgiae, παρηκολούθησε μαθήματα Παλαιογραφίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Σορβόννης καὶ ἀνέλαβε τὴν ἔρευνα τῆς Χειρογράφου Παραδόσεως ἐπὶ τῶν Χειροτονιῶν κατὰ τὸν Βυζαντινὸν Τύπον.
Ἀπὸ τὸ 1964, ἀφοῦ ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος, τὴν 26ην Ἰουλίου, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γαλλίας Μελέτιο, ὑπηρέτησεν ὀργανικῶς τὴν Ἐκκλησία στὴν Γαλλία ὡς Πρωτοσύγκελλος (1964), Βοηθὸς Ἐπίσκοπος μὲ τὸν τίτλον τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Σασίμων (1971) καὶ Μητροπολίτης (1988-2003). Τὴν 20ὴν Ἰανουαρίου 2003 κατεστάθη Μητροπολίτης Ἑλβετίας καὶ Προϊστάμενος τοῦ ἐν Σαμπεζὺ Γενεύης Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (ἕως τοῦ 2018), ἀνέλαβε δὲ τὴν Γραμματείαν ἐπί τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (2003–2016) τῆς ὁποίας καὶ διετέλεσε Γραμματεύς (18-26 Ἰουνίου 2016).
Διετέλεσε Ἀντιπρόεδρος (1992–1997) καὶ Πρόεδρος (1997–2003) τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (ΚΕΚ). Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2002 ἐτιμήθη ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τῆς Γαλλικῆς Δημοκρατίας μὲ τὸ παράσημο τοῦ Ἱππότου τῆς Λεγεώνας τῆς Τιμῆς.
Τὴν 10ην Ἰουλίου 2018, ἀποφάσει τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διορίσθη Μητροπολίτης Ἀγκύρας, Ὑπέρτιμος καὶ Ἐξαρχος πάσης Γαλατίας.