Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου – «Ἀρχιτεκτονική ἔκφραση»

Καθηγητοῦ Γεωργίου Π. Λάββα, ἀρχιτέκτονα, Ἀκαδημαϊκοῦ

Ἐδῶ καί πενήντα χρόνια ἡ ἐπικρατοῦσα (μέ ἐλάχιστες φωτεινές ἐξαιρέσεις) ἀντίληψη ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν καί ἀρχιτεκτόνων τοῦ ἑλλαδικοῦ κυρίως χώρου γιά τή ναοδομία μπορεῖ νά διατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: «Ζοῦμε σ’ ἕναν χῶρο, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος ἀπό ἀριστουργήματα, μικρά καί μεγάλα, τῆς Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Αὐτά εἶναι τά πρότυπα καί οἱ ὁδηγοί μας. Ναοδομία δέν εἶναι καί δέ μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τρούλους, καμάρες, κιονοστοιχίες μέ κιονόκρανα, ἡμιθόλια, σφαιρικά τρίγωνα, βυζαντινή ἁγιογραφία καί ἀτμόσφαιρα…»

Τό κακό, ὅμως, εἶναι ὅτι τά κορυφαῖα αὐτά ἐπιτεύγματα τῆς γεμάτης δυναμισμό ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ παρελθόντος ἐμεῖς τά ἀντιλαμβανόμαστε ὡς εὔκολη λύση ἀντιγραφῆς, ὡς ὀκνηρή ἐπανάληψη (χωρίς ἐσωτερική δημιουργική ἀγωνία) ἕτοιμου μορφολογικοῦ ἀποτελέσματος. Ἔτσι, ἔχουμε καταλήξει σέ ὑποδείγματα-κλισέ, καθώς τά πρότειναν πρίν ἀπό ἀρκετές δεκαετίες μεγάλοι δάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς καλλιτεχνικῆς ἱστορίας, ὅπως ὁ Ἀ. Ὀρλάνδος καί ὁ Φ. Κόντογλου, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν δύο προβλήματα, ὡς ἀκαδημαϊκός ἱστορισμός «Νεοβυζαντινῆς» τεχνοτροπίας:

  1. Νά ἔχει γίνει μία αὐθαίρετη ἐπιλογή ἀπό τήν ἀπέραντη ποικιλία σχημάτων καί μορφῶν τῆς λαμπρῆς Παραδόσεως1, πού συνοψίζεται σέ τύπους, ὅπως:
    1. σταυροεοδεῖς ναοί μέ τροῦλο,
    2. τρίκλιτες βασιλικές μέ τροῦλο,
    3. σταυρικές βασιλικές μέ τροῦλο ἤ
    4. περίκεντροι ναοί μέ τροῦλο, καθώς τό ἀποδεικνύουν οἱ ἑκατοντάδες νέων ἐκκλησιῶν τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα στόν ἑλλαδικό χῶρο καί ἀλλοῦ. Αὐτοπεριορίζεται ἔτσι καί ὁ πλουσιότατος δυναμισμός τῆς Παραδόσεως2.
  2. Ἀκολουθώντας τήν ἀπομίμηση παλαιῶν προτύπων, πού γεννήθηκαν σέ ἄλλες ἐποχές μέ τά τότε δομικά ὑλικά, τίς τότε κατασκευαστικές μεθόδους, ὑπό τίς οἰκονομικο-κοινωνικές συνθῆκες καί θρησκευτικές-λατρευτικές ἀνάγκες καί δυνατότητες τῆς τότε χριστιανικῆς κοινωνίας, στεροῦμε τή δική μας ἐποχή ἀπό αὐτό πού εἶχαν οἱ παλαιότερες, δηλαδή νά κτίσει τίς ἐκκλησίες της μέ δημιουργικότητα καί πρωτοτυπία, ὅπως τό ἀποδεικνύουν οἱ Κωνσταντίνεια καί Ἰουστινιάνεια περίοδοι, ὁ ἑνδέκατος αἰώνας μέ τόν Κωνσταντῖνο Μονομάχο καί ἡ ἐποχή τῶν Παλαιολόγων στό Βυζάντιο.

Ἡ δική μας, ὅμως, ἐποχή δέν θ’ ἀφήσει τό στίγμα της στήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ ὡς ἐσωτερική καί ὀντολογική ἔκφραση δική της, ἀφοῦ καταφεύγει σέ μορφολογικά δάνεια ἄλλων ἐποχῶν. Φθάνουμε ἔτσι σέ μία ἀποξένωση ἀνάμεσα στό σημερινό ἐκκλησίασμα καί τούς λατρευτικούς του χώρους, ἀφοῦ οἱ τελευταῖοι δέν μποροῦν νά συγκινήσουν τόν σημερινό ἄνθρωπο, ὡς ἀντίγραφα ἀρχιτεκτονικά καί ἁγιογραφικά, ὅπως δέν θά συγκινοῦσε τό λεκτικό καί τό ρητορικό ὕφος ἑνός Χρυσοστόμου ἤ τό πάθος ἑνός Ἠλία Μηνιάτη, ἄν τά ἀντέγραφε ἕνας σημερινός ἱεροκήρυκας στό κήρυγμά του, ἀντί νά προσπαθεῖ νά ἐμπευσθεῖ ἀπό αὐτά. Ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς πραγματικότητος εἶναι ὅτι οἱ ἑκατοντάδες αὐτοί σύγχρονοι καί μεγάλοι συνήθως σέ ὄγκο ναοί -μόνο στή Θεσσαλονίκη3 ἔχουν ἀνεγερθεῖ στό διάστημα 1950–2000 πενήντα ἕξι μεγαλοπρεπεῖς ἐκκλησίες- περνοῦν ἀπαρατήρητοι, σχεδόν «βουβοί», ὡς ἐκκλησιαστική τέχνη, ἐνῶ ποσοτικά ἀποτελοῦν ἤ θά ἔπρεπε νά ἀποτελοῦν κορυφαῖο εἰκαστικό γεγονός, ὅπως στό Βυζάντιο, γιά τά τοτινά ἀριστουργήματα τοῦ ὁποίου διασώθηκαν πολλές λαμπρές ἀποτιμητικές «ἐκφράσεις».

Ἔχοντας λοιπόν, μπροστά μας τόν «ἀγκυλωτικό» αὐτό ναοδομικό προβληματισμό τοῦ καιροῦ μας4, ἀλλά ταυτόχρονα τήν ἀναφερθεῖσα ὑποστήριξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἡγητόρων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, προσπαθήσαμε νά λύσουμε τό ἀρχιτεκτονικό πρόβλημα τῆς συνθέσεως ἑνός Ὀρθοδόξου ναοῦ στό Σαμπεζύ, διαστέλλοντας τήν ὀντολογία ἀπό τή μορφολογία του ἤ ἀναζητώντας τό σταθερό ἀπό τό μεταβλητό περιεχόμενό του.

Ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανικός ναός, ὡς ἀρχιτεκτόνημα, εἶναι ἀπό τά λίγα παραδείγματα κτισμάτων, πού τό λειτουργικό τους ὀργανόγραμμα ὑπαγορεύεται ἀφ’ ἑνός ἀπό τήν ἔννοια τοῦ Ἁγίου ἤ Ἱεροῦ χώρου -ὅπως τόν ὅρισε καί τόν καθιέρωσε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, καθώς καί οἱ μετέπειτα θεσμικές καί νομικές διατάξεις5- καί ἀφ’ ἑτέρου ἀπό τή μακραίωνη δομή τῆς Θείας Λειτουργίας, παράμετροι (πού πρέπει νά παραμείνουν σταθερές) ἀναλλοίωτες. Παράλληλα, καί ταυτόχρονα ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη ναοδομία τοῦ παρελθόντος ἐπιτρέπει καί στό παρόν εὐελιξία στή διάρθρωση, ὀργάνωση καί διαμόρφωση χώρων καί ἐπιφανειῶν τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ κελύφους σύμφωνα μέ τά ἑκάστοτε δεδομένα κάθε ἐποχῆς. Αὐτά τά προσδιοριστικά στοιχεῖα ἀποτέλεσαν ἑπομένως τίς καθοδηγητικές κατευθύνσεις γιά μᾶς στόν σχεδιασμό τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ξεκινᾶμε ἀπό τή θέση ὅτι ὁ Ναός αὐτός, φορέας τοῦ πνεύματος καί τῆς σημασίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, δέν μπορεῖ παρά νά σεβασθεῖ καί νά ἐκφράσει τή μακραίωνη παράδοση καί μάλιστα ὡς πρέσβης καί ἀρχιτεκτονική παρουσία μέσα στόν κόσμο τῆς μή Ὀρθοδοξίας, ὅπου βρίσκεται. Ἔτσι, ἦταν φανερό ὅτι ἀκραῖες καί «μοντέρνες» ἤ «ριζοσπαστικές» μορφολογικές λύσεις ἔπρεπε νά ἀποκλεισθοῦν ἀπό τήν ἀρχή. Ἔχοντας, λοιπόν, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς ὁδηγό, βασανιστήκαμε πολύν καιρό γιά νά βροῦμε τή σωστή ἔκφραση, τήν ἔκφραση πού κατά τήν ἀντίληψή μας θά ἀπεδιδε τό «πνεῦμα» καί ὄχι τό «γράμμα» τῆς ζείδωρης αὐτῆς πηγῆς.

Τή βοήθεια γιά νά ἑρμηνεύσουμε τήν Παράδοση ζητήσαμε καί τή βρήκαμε στό πνεῦμα καί τή δομή τῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά κύριο λόγο, καί κατόπιν στήν ἱστορία τῶν μορφῶν καί τῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθόδοξης ναοδομίας. Δίνοντας ἔτσι τό προβάδισμα ὄχι στίς μορφές ἀλλά στίς δυνάμεις, πού δημιουργοῦν κάθε φορά τίς μορφές τοῦ λατρευτικοῦ χώρου, νομίζουμε ὅτι ἐκφράζουμε τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει τήν Ἀλήθεια μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάθε φορά μέ τό ἀνάλογο ἔνδυμα τῆς συγκεκριμένης ἐποχῆς. Παραδείγματα αὐτῆς τῆς δυναμικῆς δομῆς τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας ἀναφέρθηκαν ἤδη, μέ τίς λύσεις πού δόθηκαν στίς λαμπρές περιόδους τῆς βυζαντινῆς ναοδομίας. Οἱ λύσεις αὐτές παρουσιάζουν τήν Παράδοση ὄχι ὡς στατική ἀλλά ὡς δυναμική ἔννοια καί ὡς ταύτιση μέ τόν κοινωνικό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας, πού δέχεται μέν τή σταθερή καί ἀμετάβλητη οὐσία τῆς Παραδόσεως, δέν μπορεῖ ὅμως νά δεσμευτεῖ ἀπό τίς ἑκάστοτε μορφές της.

Ἡ δομή τῆς λατρείας καί κυρίως ἡ μορφή τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος παραμένει, ὅπως ἤδη σημειώθηκε, ἀναλλοίωτη μές στούς αἰῶνες. Συνέπεια εἶναι ὅτι ἡ πρωτογενής δομή τοῦ λατρευτικοῦ χώρου δέν μπορεῖ νά μεταβληθεῖ. Ἔτσι, ὁ Ναός μας διατηρεῖ τούς βασικούς ἄξονες τοῦ προσανατολισμοῦ, τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ, τόν τριαδικό χωρισμό σέ Ἱερό βῆμα (μέ Πρόθεση καί Διακονικό), σέ κυρίως ναό μέ τίς ἀπό τή Θεία Λειτουργία ἐπιβαλλόμενες ζῶνες καί ἰδιαίτερα στοιχεῖα (σολέας, χοροί, ἄμβωνας κ.λπ.) καί, τέλος, σέ νάρθηκα. Διατηρώντας τό βασικό αὐτό σχῆμα, ἐκφράζουμε ἔτσι καί τόν συμβολισμό καί τή λειτουργικότητα τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας.

Ξεκινώντας ἀπό τά δεδομένα τῆς λατρείας –συμβολισμός καί λειτουργική χρήση τῶν χώρων-, προσπαθήσαμε νά τονίσουμε καί νά ἀναδείξουμε τόν ἔτσι διαρθρωμένο χῶρο μέ κριτήρια πού ἀναφέρονται στό σημερινό αἴσθημα, τά νέα ὑλικά καί τίς σημερινές τεχνικές δυνατότητες. Τά οἰκοδομικά ὑλικά -σιδηρομπετόν κατά κύριο λόγο στήν περίπτωσή μας- καί ἡ σημερινή τεχνική μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἐκφράσουμε ἄνετα μέ τή ναοδομία τή βαθύτερη ἀπαίτηση τοῦ καιροῦ μας, πού ζητᾶ καί στή θρησκεία ὄχι τή μόνωση καί τόν κατακερματισμό, ἀλλά τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν, τό ὁμαδικό πνεῦμα καί τήν κοινή προσπάθεια προσευχῆς καί σωτηρίας. Αὐτό τό ὁμαδικό πνεύμα (Team-Geist) τοῦ χριστιανικοῦ ποιμνίου –πανάρχαιη ἐπιταγή καί σημερινή ἔντονη ροπή καί προσπάθεια τῶν Ἐκκλησιῶν μέχρι καί τήν πιό μικρή κοινότητα- βρίσκει τήν ἔκφρασή του στή διαμόρφωση τοῦ κυρίως ναοῦ, ὁ ὁποῖος, ἑνιαῖος καί ἐλεύθερος ἀπό κάθε ἐσωτερικό ὑποστύλωμα ἤ τοῖχο, προσφέρεται ὡς κοινή ἀγκαλιά καί τόπος ἀνατάσεως γιά τό σύνολο τῶν ἐκκλησιαζομένων. Ἡ ἐπίπλωσή του, ἄνετη καί κατάλληλα διαταγμένη, βοηθᾶ στήν ἀνάπτυξη ὁμαδικοῦ πνεύματος καί κατευθύνει τό πνεῦμα αὐτό πρός ἕνα σημεῖο –τό κέντρο τῶν «δρωμένων» τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔτσι συμβάλλει ἀρχιτεκτονικά στόν βαθύτερο στόχο τῆς λατρείας, τή μετάθεση ἐκκλησιαζομένου ἀπό τήν καθημερινότητα σέ μιά σφαίρα πνευματικότητος καί θρησκευτικῆς ἐξάρσεως.

Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ ἐν λόγῳ στόχου, προσοχή δόθηκε στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τό φῶς εἰσάγεται στούς χώρους αὐτούς. Τό φῶς ἀποτελεῖ, ὅπως εἶναι γνωστό, μαζί μέ τή μάζα (ὕλη) καί τόν χῶρο (κενό) πού ἐκείνη ὁρίζει καί περικλείει, τά τρία βασικά καί θεμελιώδη στοιχεῖα κάθε ἀρχιτεκτονικῆς δημιουργίας. Ἰδιαίτερη σημασία παίρνει τό στοιχεῖο αὐτό στά λατρευτικά κτίσματα, ὅπου ἡ ἀνάδειξη τοῦ χώρου μέ τό μέσο τοῦ φωτός δημιουργεῖ ἀκριβῶς τίς προϋποθέσεις ἐκεῖνες πού διακρίνουν τά κτίσματα ἀπό τά ἄλλα, προορισμένα γιά λειτουργίες χωρίς ὑπερβατικό περιεχόμενο καί συμβολισμό. Στό Σαμπεζύ πρόθεση εἶναι νά δημιουργηθεῖ μία ἱεραρχημένη –ποσοτικά καί ποιοτικά- εἰσαγωγή τοῦ φωτός στό ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ, ἔτσι ὥστε νά δώσει στόν εἰσερχόμενο τό αἴσθημα, καθώς μπαίνει στόν νάρθηκα, ὅτι μιά τομή γίνεται ἀνάμεσα στόν ἔξω χῶρο καί τόν χῶρο πού ἀνόιγεται μπροστά του, δρασκελώντας τό κατώφλι τῆς ἐκκλησίας. Μειωμένο τό φῶς στόν νάρθηκα καί δοσμένο ἀπό τήν ὀροφή, ἀντί ἀπό τά πλάγια, ἐπιτρέπει μιά διαφοροποίηση στό τμῆμα αὐτό, πού γίνεται ἀναγκαία γιά νά μεταπηδήσουμε ἀπό τόν γενικό, χωρίς εἰδική ποιότητα καί σημασία, ἐξωτερικό χῶρο στόν κυρίως ναό καί τό Ἱερό Βῆμα, χώρους κατ’ ἐξοχήν φορτισμένους μέ ὑπερβατισμό καί θρησκευτική ὑποβλητικότητα.

Μέ τήν πορεία πρός τό κέντρο τοῦ Ναοῦ αὐξάνεται καί ἡ ποσότητα τοῦ εἰσερχόμενου φωτός, γιά νά γίνει καταρράκτης στό κέντρο τοῦ σολέα, ὅπου καί ὁ τόπος στόν ὁποῖο λαμβάνουν χώρα τά «δρώμενα» τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ καμπύλη αὐτή τοῦ φωτός, πού ἀκολουθεῖ ἀνιούσα πορεία ἀπό τήν εἰσοδο μέχρι τήν Ὡραία Πύλη, κατευθύνει ἔτσι τήν κίνηση τοῦ πιστοῦ ἔντονα καί ὑποβλητικά καί συντείνει στό νά ἐπιτευχθεῖ μέ καθαρά ἀρχιτεκτονικά μέσα (φῶς, κίνηση, ὀπτικές σχέσεις τῶν καίριων σημείων τοῦ λατρευτικοῦ χώρου) ἡ ζητούμενη ἔξαρση καί ἀνάταση. Ἔτσι, μαζί μέ τόν λόγο, τήν ψαλτική καί τήν ἁγιογράφηση, ἔρχεται ἡ ἀρχιτεκτονική νά συμβάλει ἐνεργῶς, μέ ἀναφορά στό σημερινό αἴσθημα τοῦ χώρου, στήν ὁλοκλήρωση τῆς λατρευτικῆς δομῆς τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος.

Ἡ σχέση τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί κυρίως ναοῦ μέ τή δημιουργία χαμηλοῦ τέμπλου καί τήν ὀργανική σύνδεση τῶν μερῶν τους εὑρίσκεται σέ ἁρμονία τόσο μέ τίς λατρευτικές ἀνάγκες ὅσο καί μέ τήν Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης ναοδομίας. Τό φῶς, ἔντονο καί κυριαρχικό στό σημεῖο ὅπου οἱ δύο αὐτοί κύριοι χῶροι ἑνώνονται, γίνεται τό μέσον ἐντάξεως ὅλων τῶν ἀναγκαίων στοιχείων τῆς λατρείας ( Ἁγία Τράπεζα, σολέας, ἄμβωνας, θέσεις χοροῦ καί ἐπισκοπικός θρόνος), ἔτσι ὥστε νά δένονται παραδοσιακά, ἀλλά καί νά ἱκανοποιοῦν τίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις ἐπικοινωνίας τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος.

Τό τελευταῖο αὐτό στάθηκε κριτήριο γιά τή διάρθρωση τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ ναοῦ, διότι ἡ ἀμεσότερη γενικά σχέση ἀνάμεσα στά ὅσα διαδραματίζονται μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί ἔξω στόν κυρίως ναό ἀποτέλεσε γιά τόν ἀρχιτέκτονα ἐπιταγή, πού ἀπορρέει ἀπό τό πνεῦμα τῆς σημερινῆς Ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας νά ἐντείνει καί νά ἀναπτύξει σέ ὅλες τίς κλίμακες καί σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τή δημιουργική συνομιλία τῶν μελῶν τῆς χριστιανικῆς κοινότητος. Ἔτσι, ἐπιδιώχθηκε ἡ ὀπτική σύνδεση τῶν δύο χώρων, τόσο μέ τήν ἑνιαία διαδοχή τῶν καμπυλόγραμμων ἐπιφανειῶν ὅσο καί μέ τήν «ἄνωθεν» ἑνοποίησή τους, χάρη στήν τοποθέτηση τῆς κύριας πηγῆς τοῦ φωτός ἐκεῖ ὅπου πρέπει νά κορυφώνεται ἡ ὑποβλητική τελετουργία τῆς Θείας Λειτουργίας.

Στήν κορύφωση αὐτή συντείνουν ὅλα τά ὑπόλοιπα ἐσωτερικά στοιχεῖα τοῦ Ναοῦ. Τό ὕφος τοῦ χώρου χαρακτηρίζεται ἀρχιτεκτονικά ἀπό ἁπαλές ὅσο καί ἁπλές ἀλλά ἱεραρχημένες γραμμές καί ἀπό ἀναλογίες πού βοηθοῦν στή δημιουργία μιᾶς θερμῆς ὅσο καί ἐπίσημης ἀτμόσφαιρας. Οἱ ἐπιφάνειες προορίζονται νά δεχθοῦν τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ἁγιογραφήσεως, ἀλλά πάλι μέ τήν πρόθεση νά ἀναδειχθεῖ ὁ χῶρος καί ὄχι νά καταφορτωθοῦν οἱ ἐπιφάνειες χωρίς νά ὑπάρχει λόγος πιά.

Στήν ἐποχή μας, πού ἡ Τέχνη ἔχει διαφοροποιηθεῖ σέ σχέση μέ τό παρελθόν, ἡ «διδακτική» εἰκονογραφηση τοῦ Βυζαντίου, προορισμένη νά διαδώσει (μορφωποιώντας) τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου στό πλατύτερο χριστιανικό κοινό, δέν ἔχει τήν ἴδια σημασία. Οἱ βαρυφορτωμένες ἐπιφάνειες, ἀληθινό horror vacui, πού δέν ἀποτελοῦν παρά μιμήσεις, χωρίς ἄμεση σχέση μέ τό εἰκαστικό τουλάχιστον αἴσθημα τῆς ἐποχῆς μας, ἀφήνουν ἀδιάφορο τόν πιστό καί τόν ἀπομακρύνουν. Στό Σαμπεζύ, ἀντίθετα, ἡ ζωγραφική ἀποτελεῖ -μέ τήν ἔντονα δυναμική καί μελετημένη παρουσία της- ὀργανικό μέρος τοῦ ὅλου, ὥστε νά μήν ἀντιστρατεύεται τήν ἁρμονία τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ χώρου. Πρός τόν σκοπό αὐτόν μελετήσαμε τήν ἀρχιτεκτονική δομή καί τίς ἁγιογραφικές ἀπαιτήσεις, παράλληλα καί ἀπό τήν ἀρχή, μαζί τότε μέ τόν ζωγράφο Ράλλη Κοψίδη, ὥστε ἡ ζωγραφική νά συμπληρώσει τήν ἀρχιτεκτονική καί ἀντίστροφα.

Λάββα Π. Γεωργίου, Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου – «Ἀρχιτεκτονική ἔκφραση», στό Ἐπιμέλεια Α.Ε. (ἐκδ.), «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου – Σαμπεζύ Γενεύης. 35 χρόνια προσφορᾶς στήν Ἐκκλησία καί τήν οἰκουμενική θεολογία», Ἐπιμέλεια Α.Ε., Ἀθήνα 2003, σ. 183–193.

Υποσημειώσεις

  1. Πρβλ. Γ. Π. Λάββα, «Σύγχρονη Ὀρθόδοξη Ναοδομία καί Παράδοση», Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 25 (1980) 261-280. Ἐπίσης, Γ. Π. Λάββα, «Συνέχεια καί ἀνανέωση στή Ναοδομία καί Ἁγιογραφία», L’icône dans la théologie et l’art, Études Théologiques 9, Chambésy 1990, 293–307 καί G. Lavas, Zeitgenössischer Orthodoxer Kirchenbau und Tradition, «Una Sancta» 2 (1984) 140–145.
  2. Πρβλ. τό τρίτομο ἔργο Μοναστήρια τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ, α΄ τόμος: «Μοναστήρια τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ – Ἤπειρος – Δυτική Μακεδονία – Νότια Ἀλβανία», β΄ τόμος: «Μοναστήρια τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ – Κεντρική καί Δυτική Μακεδονία – Θράκη – Νότια πρώην Γ. Δ. τῆς Μακεδονίας – Νότια Βουλγαρία», γ΄ τόμος: «Μοναστήρια Νησιῶν τοῦ Αἰγαίου – Κρήτη – Δωδεκάνησα – Νησιά ΒΑ Αἰγαίου», ἐκδ. ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, Ἀθήνα 1999.

    Εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον νά τονισθεῖ ὅτι στό χῶρο τῆς Βαλκανικῆς Παραδόσεως, πού ἐμεῖς σήμερα ἀντιγράφουμε δουλικά καί ἀποσπασματικά, ἀποκαλύπτεται ἕνα ἐκπληκτικό πανόραμα πρωτότυπων ἀρχιτεκτονικῶν λύσεων καθώς καί ἀπέραντη ποικιλία εἰκαστικῶν ἐπινοήσεων καί ἀποκλίσεων καί, γενικά, ἐλευθερία ὀργανώσεως κατόψεων καί ὄψεων ἤ στεγάσεως καί διακοσμήσεως τῶν ναοδομικῶν αὐτῶν μνημείων, πραγματοποιηθέντων μέ τά παραδοσιακά ὑλικά καί τίς περιορισμένες σέ δυνατότητες τεχνικές τοῦ παρελθόντος.

  3. Αὐτό ἀποδεικνύει ἔρευνα τοῦ φοιτητῆ μου τότε (1985) τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Νεοκλῆ Λουκόπουλου γιά τίς ἀνεγερθεῖσες ἐκκλησίες στήν εὐρύτερη ἀστική περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης. Σήμερα ὁ ἀριθμός αὐτός ἔχει αὐξηθεῖ, τό ἴδιο δέ ἰσχύει ἀναλογικά γιά ὁλόκληρο τόν ἑλλαδικό χῶρο.
  4. Ἡ σχετική προβληματική καί συζήτηση ἔχει ἤδη ἀρχίσει ἀπό τόν προηγούμενο αἰώνα σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες, ὅπου κι ἐκεῖ τό φαινόμενο τοῦ Ἱστορισμοῦ ὑπῆρξε ἔντονο. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ Chr. Martin Werner στό Das Ende des Kirchenbaues (Zürich 1971, 245), ὅτι ἡ ναοδομία τοῦ Ἱστορισμοῦ ἀντιμετωπίζει τό βασικό ἐρώτημα «ἄν θά πρέπει νά βεβαιωθεῖ τό τέλος της», μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν εἶναι καί δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἀπάντηση στίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις καί προσμονές τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας. Ἀπό τή φτωχή σέ παρόμοια θέματα ἑλληνική βιβλιογραφία, τό βιβλίο τοῦ Κ. Καλοκύρη, Ἡ Ναοδομία καί ἡ Σύγχρονη Τέχνη – Ἀρχιτεκτονική, Ζωγραφική, Θεσσαλονίκη 1978, ὅπου περιλαμβάνονται ὀρθές καί καίριες διαπιστώσεις, μέ παράθεση πολλῶν παραδειγμάτων Ὀρθοδόξων ναῶν στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό.