Τό ἐξωτερικό τοῦ Ναοῦ

Καθηγητοῦ Γεωργίου Π. Λάββα, ἀρχιτέκτονα, Ἀκαδημαϊκοῦ

Ἡ διαμόρφωση καί τῶν ἐξωτερικῶν ἐπιφανειῶν ἀκολουθεῖ, ὅπως καί στό ἐσωτερικό, τήν ἴδια μορφολογική ἐπεξεργασία καί λιτότητα. Μέ καθαρές, εὐθύγραμμες καί καμπύλες γραμμές ἐπιδιώκεται νά δοθεῖ στό κτίσμα ἡ ἠρεμία καί ταυτόχρονα ἡ ἐσωτερική κίνηση. Ὑπακούοντας στήν κατασκευαστική καί μορφοπλαστική νομοτέλεια τοῦ μπετόν, οἱ ἐξωτερικές ἐπιφάνειες ἀναπτύσσονται μέ ἀβίαστη μετάβαση ἀπό εὐθύγραμμα σέ καμπύλα ἐπίπεδα. Μέ λιγοστές ἁπαλές γραμμές χωρίζονται σέ ἄνισες ὁριζόντιες ζῶνες καί πλουτίζονται μέ τή ρυθμική ἐναλλαγή τῶν ὑδρορροῶν, πού διαμορφώνονται σέ λιτά πλαστικά στοιχεῖα. Ἡ ἁδρή ἐπεξεργασία καί ἡ διαμόρφωση ὁλόκληρης τῆς ἐξωτερικῆς ἐπιφάνειας τοῦ μπετόν μέ πυκνές κατακόρυφες «ραβδώσεις» -ἀκμές δίνουν στό έξωτερικό του συνεχή ἐντύπωση πλαστικῆς ἐναλλαγῆς, χάρη στή μεταβαλλόμενη κίνηση τοῦ φωτός, ἐνῶ δέν ἐπηρεάζεται καθόλου ἡ ἤρεμη ὁριζοντιότητα τοῦ συνόλου.

Οἱ δύο κύριες εἴσοδοι βρίσκονται στήν περιοχή τοῦ νάρθηκα καί τονίζονται ἀπό τή σαφή κίνηση, μέ τή διαμόρφωση τῶν καμπυλῶν ἐπιφανειῶν αὐτοῦ τοῦ τμήματος, καί ἀπό τό κατακόρυφο στοιχεῖο τοῦ καμπαναριοῦ.

«Τροῦλος», στέγη καί καμπαναριό φέρουν χάλκινη ἐπένδυση καί δημιουργοῦν μιά ἀναγκαία ὅσο καί ἐπιθυμητή χρωματική διαφοροποίηση μέ τή γκρίζα ἐπιφάνεια τοῦ μπετόν. Χρώματα, ἀρχιτεκτονικές μορφές καί στοιχεῖα βρίσκονται σέ σχέση ἤρεμης ἔντασης, χωρίς τονισμένες ἀντιθέσεις. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς πλαστικότητος τοῦ ἐξωτερικοῦ μέ καθαρά δομικά ἤ ἀρχιτεκτονικά καί ὄχι διακοσμητικά στοιχεῖα, μαζί μέ τήν ἀναφορά σέ μορφολογικά στοιχεῖα τῆς Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς ναοδομίας (πάντοτε ὡς ἀνάπλαση καί νέα ἔκφραση καί ὄχι ὡς μίμηση), ἔγινε μέ τήν πρόθεση νά συνδεθεῖ ὁ νέος αὐτός Ναός τόσο μέ τό ναοδομικό Ὀρθόδοξο παρελθόν ὅσο καί μέ τήν καθόλου ἑλληνική ἀρχιτεκτονική παράδοση καί τό ὕφος. Ἡ δημιουργία τοῦ αἰθρίου, πού ἑνώνει ὀργανικά τόν Ναό μέ τή βιβλιοθήκη καί τήν αἴθουσα συνεδριάσεων, πέρα ἀπό τή λειτουργική του σκοπιμότητα, εἶναι ταυτόχρονα καί μιά ἔντονη μνήμη αὐτοῦ τοῦ ναοδομικοῦ παρελθόντος.

Ὁ Ναός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό Σαμπεζύ νομίζουμε πώς θέτει μέ σαφήνεια τό πρόβλημα τῆς σύγχρονης Ὀρθόδοξης ναοδομίας. Δέν ἰσχυριζόμαστε πώς ἡ λύση του εἶναι εὔκολη οὔτε πώς ἡ συγκεκριμένη πρόταση πού ἐδῶ ὑλοποιήθηκε θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ἀναγκαστικά μιά ἀπάντηση χωρίς προβλήματα στό δύσκολο αὐτό θέμα. Εἶναι, ὅμως, μιά προσπάθεια πού ἐπιχειρήθηκε μέ τήν πρόθεση νά δοῦμε τή ναοδομία τοῦ καιροῦ μας μέ εἰλικρίνεια καί θάρρος.

Πιστεύουμε στή δύναμη τῆς Παραδόσεως, ὄχι ὅμως στό ἀναμάσημά της μέ στεῖρο καί μή δημιουργικό τρόπο, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στόν μαρασμό, στήν ὀκνηρία καί, τελικά, στόν πνευματικό καί καλλιτεχνικό θάνατο.

Τό κτίσμα αὐτό ἔχει γίνει ἀφορμή νά ἀρχίσει ἐπιτέλους μιά ὑπεύθυνη συζήτηση ἀνάμεσα στόν κλῆρο, τούς θεολόγους, τούς ἀρχιτέκτονες, τούς ζωγράφους καί ὅλους ἐκείνους πού νιώθουν ὅτι τούς ἀφορᾶ τό θέμα τῆς ἀνανεώσεως τῆς Ὀρθόδοξης ναοδομίας. Νομίζουμε, ἔτσι, ὅτι ὁ Ναός αὐτός εἶναι μία μικρή ἀρχιτεκτονική συμβολή στό ἐν λόγῳ ζήτημα, μέ ὅλες βέβαια τίς προεκτάσεις καί τίς συνέπειες πού ἡ διατύπωση ἑνός τέτοιου προβλήματος συνεπιφέρει.

Θά κλείσω τή σύντομη αὐτή ἀνάλυση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἰδέας τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μέ μιά αἰσιόδοξη διατύπωση. Σήμερα ἡ Ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας μας διακατέχεται ἀπό τήν πεποίθηση καί τή θέληση τῆς δημιουργικῆς προσεγγίσεως τοῦ ναοδομικοῦ προβλήματος. Ὁ σημερινός Ἀρχηγός τῆς Ὀρθοδοξίας, Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος Α΄, στό μήνυμά του σέ Συνέδριο Εἰκαστικῶν Καλλιτεχνῶν1 σχετικό μέ τήν ἐκκλησιαστική τέχνη, σημειώνει μεταξύ ἄλλων τά ἀκόλουθα σημαντικά κι ἐλπιδοφόρα. Ἀναφερόμενος στήν ἐκκλησιαστική τέχνη, τήν ὁρίζει ὡς τήν «αἰσθητήν προβολήν τῆς ἑτέρας μορφῆς, τήν ὁποίαν προσλαμβάνουν ἀμεταβλήτως, ἀλλά ἀλλοιωτικῶς τά τε ἀνθρώπινα πρόσωπα καί ἡ κτίσις ὅλη, ἐκ τῆς μεταμορφωτικῆς ἐπενεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί ζητεῖ ἀπό τόν εἰκαστικό δημιουργό νά μετάσχει «διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ εἰς τήν Θαβώρειον Μεταμόρφωσιν… ὥστε νά ἀπεικονίση αὐτήν εἰς τά ἔργα του κατά τρόπον δυνάμενον νά διεγείρη τό ἐνδιαφέρον τῶν βλεπόντων αὐτά δι’ ἐκεῖνο τό κάτι άλλο…».

Παράλληλα, προχωρημένοι ἐκθέτες τῆς σύγχρονης κοινωνίας ἀναζητοῦν αὐτήν τήν ἀνανέωση∙ ὅπως ἕνας θρησκευόμενος ἀστροναύτης ὁμολόγησε, ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν ἐξωγήινο κόσμο τῶν πλανητῶν καί τῶν οὐρανῶν, «… σέ κανέναν χῶρο τῆς Γῆς δέν ἔνιωσα τέτοιο δέος καί κατάνυξη, ὅσο στό ἀντίκρισμα τοῦ χώρου στό Διάστημα…»2.

Πότε θά βρεθεῖ ὁ ἐμπνευσμένος ἀρχιτέκτονας τοῦ καιροῦ μας, ὁ ὁποῖος, μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν Παράδοση μέσα του, θά συλλάβει τά νέα ἐρεθίσματα τῆς ἐποχῆς μας, ἐκφράζοντας «τό κάτι ἄλλο» τῆς Πατριαρχικῆς ἀναφορᾶς ὡς συμβολισμό τῆς κατάνυξης τοῦ ἀστροναύτη καί ὡς ἐμπειρία σ’ ἕνα ναϊκό γήινο κτίσμα; Γιατί εἶναι ἀσφαλῶς μιά ἀνοικτή πρόκληση νά ἐπιτύχουμε σήμερα ἕναν νέο θρησκευτικό ὑπερβατισμό στή ναοδομία καί τήν ἁγιογραφία μέ τά νέα διαφανῆ καί μή ὑλικά, τίς δυναμικές κατασκευές, τίς αἰωρούμενες μορφές καί τίς ἀνεξάντλητες φωτιστικές διαβαθμίσεις.

Λάββα Π. Γεωργίου, Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου – «Ἀρχιτεκτονική ἔκφραση», στό Ἐπιμέλεια Α.Ε. (ἐκδ.), «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου – Σαμπεζύ Γενεύης. 35 χρόνια προσφορᾶς στήν Ἐκκλησία καί τήν οἰκουμενική θεολογία», Ἐπιμέλεια Α.Ε., Ἀθήνα 2003, σ. 209–214.

Υποσημειώσεις

  1. Ἡ κρίση τῆς σύγχρονης Ὀρθόδοξης τέχνης ἔχει συνειδητοποιηθεῖ εὐρύτερα. Πέρα ἀπό τίς σποραδικές δημοσιεύσεις σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά, ἔχουν ὀργανωθεῖ δύο Πανελλήνια Συνέδρια ἀπό τό Ἐπιμελητήριο Εἰκαστικῶν Τεχνῶν Ἑλλάδος. Τό πρῶτο τό 1993 καί τό δεύτερο τό 2000, μέ τό ἴδιο θεματικό περιεχόμενο καί τίτλο: «Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική τέχνη στήν Ἑλλάδα σήμερα, Παράδοση – Ἐξέλιξη». Καί στά δύο (τό πρῶτο στή Θεσσαλονίκη καί τό δεύτερο στήν Πάτμο, τόποι καί οἱ δύο μέ ἁγιωτικό χριστιανικό συμβολισμό) τονίσθηκε τό ἀδιέξοδο τῆς μέχρι τώρα πορείας καί ἡ ἀνάγκη ἀναστροφῆς ἀπό τήν ἀνυπόφορη πλέον καλλιτεχνική στειρότητα καί παρακμή. Ἰδιαίτερη αἴσθηση προκάλεσαν οἱ σχετικοί χαιρετισμοί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χριστοδούλου πρός τούς συνέδρους.
  2. Τήν πληροφορία ὀφείλω στόν τέως Πρόεδρο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας κ. Ἀ. Μαρῖνο, τόν ὁποῖο καί εὐχαριστῶ ἀπό τή θέση αὐτήν.