Ἀποστολή

Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Καθηγητή Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη:

Σκουτέρη Β. Κωνσταντίνου, Ἀποστολή καί σκοποί τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου ὅπως αὐτοί ὁρίζονται στά δύο Πατριαρχικά Σιγίλλια τῶν ἐτῶν 1966 καί 1975, στό Ἐπιμέλεια Α.Ε. (ἐκδ.), «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου – Σαμπεζύ Γενεύης. 35 χρόνια προσφορᾶς στήν Ἐκκλησία καί τήν οἰκουμενική θεολογία», Ἐπιμέλεια Α.Ε., Ἀθήνα 2003

Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο στήν καρδιά τῆς Εὐρώπης

Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι μιά ζωντανή Ὀρθόδοξη παρουσία στήν καρδιά τῆς Εὐρώπης. Ἱδρύθηκε μέ ἀπόφαση τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καί τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά νά ἐκφράζει, μέσα ἀπό τή λατρεία, τή θεολογία καί τήν οἰκουμενική δραστηριότητά του, τό πνεῦμα καί τό φρόνημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Τα κτιριακά συγκροτήματα τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου, μέ πρῶτον καί μέσον τόν περικαλλῆ Ἱερό Ναό τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, βρίσκονται στό Σαμπεζύ, στό ἐκπάγλου φυσικοῦ κάλλους προάστιο τῆς Γενεύης. Ἡ ἠρεμία τοῦ ἑλβετικοῦ τοπίου, ἡ ποικιλία καί ὁ πλοῦτος τοῦ δάσους, σέ συνδυασμό μέ τό ἁπαλό κυανόχρουν τῆς λίμνης τῆς Γενεύης, δημιουργοῦν καλές προϋποθέσεις γιά περισυλλογή, προσευχή, μελέτη, θεολογική συζήτηση καί νηφάλια συνδιάσκεψη γιά ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τόν Ὀρθόδοξο κόσμο καί τή χριστιανική οἰκουμένη.

ό.π., σ.91–92.

Τό ἐνδιαφέρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν ἵδρυση «φυτωρίων πνευματικῶν»

Ἡ ἵδρυση τοῦ «Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν Γενεύῃ», ἐντάσσεται στό γενικότερο ἀμέριστο ἐνδιαφέρον τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά ἀπεργάζεται «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» τούς σωτηριώδεις σκοπούς της καί «φιλοστόργως» νά μεριμνᾷ γιά τή σύσταση «φυτωρίων πνευματικῶν», τά ὁποῖα θά συντελοῦν μέ κάθε μέσο στή θεραπεία καί προαγωγή τῆς χριστιανικῆς γνώσεως καί στήν πρός τά ἔξω προβολή «τοῦ θησαυροῦ τῆς ἀποστολοπαραδότου πίστεως καί τῆς λατρευτικῆς ζωῆς» τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Μητέρα Ἐκκλησία, εἴτε μέ τήν ἀπευθείας ἵδρυση τέτοιων Κέντρων, εἴτε μέ τήν ἀνάληψη, ὑπό τήν «στοργικήν» της «κηδεμονίαν», ἐκείνων τά ὁποῖα ἱδρύονται «ὑπό εὐσεβῶν αὐτῆς τέκνων», ἀποβλέπει στήν οἰκοδομήν τοῦ πληρώματος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί στήν προβολή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, ὅπως αὐτό βιώθηκε καί βιώνεται στήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή.

Σταθερή καί ἀδιάκοπη φροντίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι τά ἱδρυόμενα Κέντρα νά λειτουργοῦν «τακτικῶς καί καλῶς καί ἀπαρασαλεύτως», ὥστε νά εἶναι κατά τό δυνατόν πλουσιότερη ἡ συγκομιδή «τῶν ἀναμενομένων ἀγαθῶν». Ἄν στά πράγματα τοῦ κόσμου καταβάλλεται ἡ προσπάθεια, ὥστε νά ρυθμίζονται ὅλα μέ καλήν ὀργάνωση καί νά στερεοῦνται στή βάση τῆς ἁρμονικῆς λειτουργίας, πόσο περισσότερον πρέπει νά διέπει ὀργάνωση καί κανονική τάξη τίς πνευματικές ὑποθέσεις; Ἡ εὔτακτη λειτουργία τῶν πνευματικῶν ἱδρυμάτων συμβάλλει οὐσιαστικά τόσο στήν «ἐπί μέρους τελειότητα» καί τήν ἠθική βελτίωση τοῦ κάθε πιστοῦ, ὅσο καί στήν εὐρύτερη προκοπή καί αὔξηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο θεωρεῖ ὅτι ἀποτελεῖ θεμελιῶδες ἀξίωμα γιά τή λειτουργία τῶν ἀνά τήν οἰκουμένη ἱδρυμάτων του τό ρητό τοῦ Παύλου: «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γενέσθω» (Α’ Κορ. ΙΔ’, 40).

ό.π., σ.92–97.

Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τῆς Γενεύης «ἐν ἀξίᾳ καί τάξει σταυροπηγιακῇ»

Βάση τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ὁ Ἱερός Σταυροπηγιακός Ναός, ὁ τιμώμενος στό ὄνομα τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου. Ὁ Ἱερός Ναός, ὁ ὁποῖος σφραγίσθηκε μέ τόν σταυρό τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, καί τά «περί αὐτόν κτίσματα» ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο «Πατριαρχικόν Σταυροπήγιον» τοῦ Ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, γιά νά ὑπάρχει πάντοτε στή διακονία «τοῦ Λόγου καί τοῦ ἀνθρώπου». Τό Πατριαρχικό Κέντρο, ἱστάμενο «εἰς τό μεταίχμιον τοῦ παρελθόντος καί τοῦ μέλλοντος» καί «ἀπό τοῦ ἐνεστῶτος πρός τό μέλλον προσβλέπον», ἀποτελεῖ κτῆμα καί σταυροπηγιακό ἐξάρτημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί «εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μόνον ἔχει τήν ἀναφοράν αὐτοῦ». Στή διοίκηση καί λειτουργία τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου ἰσχύουν καθ’ ὅλα τά πατριαρχικά κανονικά δίκαια, γιά τοῦτο καί σ’ αὐτό μνημονεύεται τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Πατριαρχικό Κέντρο τοῦ Σαμπεζύ Γενεύης ἐξαρτᾶται ἄμεσα, διευθύνεται καί ἐξουσιάζεται ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν περί αὐτόν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Ἀποστολικοῦ καί Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἡ ἀποστολή καί ὁ προορισμός τοῦ Κένρου, ὡς Πατριαρχικοῦ σταυροπηγιακοῦ καθιδρύματος, ἀφορᾶ στή διακονία τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθώς καί «συμπάσης τῆς ἐπί γῆς Χριστιανοσύνης» καί «τῆς καθόλου ἀνθρωπότητος». Ἡ σταυροπηγιακή τάξη τοῦ Κέντρου τῆς Γενεύης σηματοδοτεῖ καί τή δυναμική τοῦ ἔργου του, ἡ ὁποία εὐθυγραμμίζεται πρός αὐτήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἔτσι τό Κέντρο ἀποβλέπει πρωτίστως στήν πνευματική ἐξυπηρέτηση τῶν τέκνων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, παραλλήλως καί ἐξ ἴσου στή διακονία τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκτείνεται δέ ἀκόμη καί σέ κάθε φιλότιμη προσπάθεια προαγωγῆς τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος καί ἀγάπης. Τό Πατριαρχικό Κέντρο ἱδρύθηκε «ἐν ἀξίᾳ καί τάξει σταυροπηγιακῇ», ἀκριβῶς γιά νά ἐκφράζει τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο εἶναι πνεῦμα ἀνιδιοτελοῦς διακονίας πρός ὅλες τίς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί φιλαδέλφου προσφορᾶς πρός τόν ἐν γένει χριστιανικό κόσμο καί τόν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Αὐτό τό φρόνημα καί αὐτή ἡ διάθεση ἐναρμονίζονται πλήρως πρός τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει στήν Ἐκκλησία τό χρέος τῆς διακονίας καί τῆς προσφορᾶς στόν κάθε ἄνθρωπο καί τήν εὐθύνη καί εὐαισθησία νά μήν κρατεῖ κρυμμένο «ἐν τῇ γῇ» (Ματθ. ΚΕ’, 18) τό τάλαντο τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως.

ό.π., σ.97.

Ὁ ἐκκλησιαστικός καί πνευματικός χαρακτήρας τοῦ Κέντρου

Τό Πατριαρχικό Κέντρο τῆς Γενεύης εἶναι «οἶκος πνευματικός» (Α’ Πέτρ. Β’, 5), ἐκκλησιαστικό ἵδρυμα, ὑπό τήν κανονική καί διοικητική, ὅπως ἤδη σημειώθηκε, εὐθύνη καί κυριότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ ἀποστολή τοῦ Κέντρου καί οἱ δραστηριότητές του προσδιορίζονται καί ἐμφοροῦνται ἀπό τίς ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καί πνευματικότητος. Ὡς ἵδρυμα ἐκκλησιαστικοῦ προσανατολισμοῦ, τό Πατριαρχικό Κέντρο διακονεῖ τήν Ἐκκλησία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο καί ἀποβλέπει στήν προαγωγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καί στήν πνευματική οἰκοδομή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ὁ ἐκκλησιαστικός καί πνευματικός χαρακτήρας τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τῆς Γενεύης πηγάζει πρωτίστως ἀπό τίς γενικές κατευθύνσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν προσδιορισθεῖ στά δύο Πατριαρχικά καί Συνοδικά Σιγίλλια, καί στή συνέχεια δηλώνεται ἀπό τήν ἐσωτερική του ζωή καί ἀπό τή μέχρι τώρα πλούσια προσφορά του.

  1. Ἡ λειτουργία σέ αὐτό τῆς Γραμματείας ἐπί τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1968–2016).
  2. Ἡ φιλοξενία σέ αὐτό ἔξι συνεδριάσεων τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (1971–2011), τριῶν συναντήσεων τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς (2014–2015), πέντε Πανορθοδόξων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων (1976–2015) καί τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων (2016).
  3. Ἡ πραγματοποίηση σ’ αὐτό πολλῶν Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων.

  4. Ἡ ὀργάνωση εἰδικῶν Σεμιναρίων καί Θεολογικῶν Συνεδρίων.

Ὅλα τά ἀνωτέρω δηλώνουν ὅτι τό Ὀρθόδοξο Κέντρο βρίσκεται στή διάθεση τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ὑπηρετεῖ σέ μιάν ἀτμόσφαιρα λειτουργικῆς ζωῆς καί χριστιανικῆς συναντιλήψεως.

ό.π., σ.102.

Τό Πατριαρχικό Κέντρο στή διακονία συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας

Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἀνοικτό πρός ὅλες τίς Ἐκκλησίες, μέ τίς εὐλογίες δέ καί τήν καθοδήγηση τοῦ σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου λειτουργεῖ ὡς σημεῖο συναντήσεως καί ἐπικοινωνίας τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Μέ «τήν ἐξυπηρέτησιν τῶν ἐπαφῶν μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» καί μέ τίς διορθόδοξες δραστηριότητές του, τό Πατριαρχικό Κέντρο τῆς Γενεύης συμβάλλει στή διατήρηση καί περαιτέρω προώθηση τῆς Ὀρθοδόξου ἑνότητος. Τό Κέντρο τοῦ Σαμπεζύ, ὡς οἶκος διορθόδοξος στό Κέντρο τῆς Εὐρώπης, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ νά ἔχει ζωτική παρουσία καί οὐσιαστικό λόγο καί μέσα σέ παραδοσιακά δυτικά περιβάλλοντα. Ἡ διορθόδοξη ἀποστολή τοῦ Κέντρου βεβαιώνεται τόσο ἀπό τίς ἐπίσημες διορθόδοξες συναντησεις ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅσο καί ἀπό τήν ἤδη ἀπό τό 1975 προγραμματισθεῖσα ἵδρυση «ἐπιστημονικοῦ θεολογικοῦ φυτωρίου», στό ὁποῖο θά φοιτοῦν νεαρά πρόσωπα ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί θά καταρτίζονται «μεταπτυχιακῶς» στελέχη, τά ὁποῖα θά ἐμφοροῦνται ἀπό Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα, θά λαμβάνουν ἔγκυρη θεολογική γνώση καί θά καλλιεργοῦν συνείδηση τοῦ οἰκουμενικοῦ χρέους τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ στόχος αὐτοῦ τοῦ φυτωρίου εἶναι, κατά τό Σιγίλλιο τοῦ 1975, διττός: ἀφ’ ἕνός νά καταρτίζονται ἱκανά στελέχη γιά τίς ἀνάγκες τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἔχουν οἱ ἀπόφοιτοί του τίς ἀπαραίτητες θεολογικές καί ἐπιστημονικές προϋποθέσεις γιά τή διεξαγωγή «διορθοδόξων καί διαχριστιανικῶν διαλόγων».

Ἡ λειτουργία τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου ἄρχισε σέ ἐποχή κατά τήν ὁποία εἶχε αὐξηθεῖ τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί πνευματικότητα ἐκ μέρους προσώπων ἄλλων χριστιανικῶν παραδόσεων. Ἦταν, συνεπῶς, ἀναμενόμενο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά δώσει ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν προβολή τῆς Ὀρθοδόξου σκέψεως καί ζωῆς. Ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια τό Πατριαρχικό Κέντρο ἔπρεπε νά γίνει τόπος σοβαρῆς καί ὑπεύθυνης ἐργασίας. Ἡ ὀργάνωση μιᾶς βιβλιοθήκης μέ θέμα τήν Ὀρθόδοξη θεολογία, λατρεία καί πνευματικότητα θά βοηθοῦσε στήν ἐνημέρωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί ὅσων ἀπό ἄλλες Χριστιανικές Ὁμολογίες θά εἶχαν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τή γνωριμία καί μελέτη τῆς Ὀρθοδοξίας. Στό Πατριαρχικό Σιγίλλιο τοῦ 1966 δόθηκε ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ὀργάνωση συγκροτημένης Ὀρθόδοξης βιβλιοθήκης στό Κέντρο. Στή βιβλιοθήκη αὐτή θά περιλαμβάνονται «ἔργα καί πραγματεῖαι τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς, ἐκκλησιαστικῆς καί πνευματικῆς σκέψεως, καί ἔργα ξένων περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Θεολογίας, Περιοδικά Θεολογικά, Ἐκκλησιαστικά καί ἄλλα, πληροφοριακά ἰδίᾳ περί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡμέτερά τε καί ξένα, ὡς καί πάσης φύσεως σχετικά ἔντυπα, ὡς Ἡμερολόγια, Ἐπετηρίδες, Στατιστικαί καί τά τούτοις ὅμοια, ἰδιαίτερον τμῆμα ἐξηντλημένων σειρῶν Ἐκκλησιαστικῶν Περιοδικῶν καί ἄλλων χρησίμων ἐντύπων». Τό ὅραμα ἦταν στή βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου νά συγκεντρώνονται ὅλα τά ἐκδιδόμενα περί τῆς Ὀρθοδοξίας κείμενα, ὥστε νά ἐνημερώνεται πρωτίστως ὁ Ὀρθόδοξος μελετητής, ἀλλά καί κάθε ἐνδιαφερόμενος γιά τήν Ὀρθοδοξία ἐρευνητής.

ό.π., σ.102–112.

Ἡ ἔμφαση στή Θεία Λατρεία

Τὸ Ὀρθόδοξο Πατριαρχικό Κέντρο ἔχει πρωταρχική ἀποστολή καί εὐθύνη τήν ὑποδειγματική ἄσκηση «τῆς λειτουργικῆς καί γενικώτερον τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Εἶναι γνωστό ὅτι στήν Ὀρθοδοξία ἡ Θεία Λειτουργία, μέ κέντρο της τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἀποτελεῖ τή βάση καί τήν ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, συγχρόνως δέ καί τό θεμέλιο τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Ὁ σεπτός Οἰκουμενικός Θρόνος ἔθεσε ὡς ὅρο βασικό καί σκοπό μείζονα τῆς ὅλης ἀποστολῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου τῆς Γενεύης τήν πληροφορία «πρός τόν καθόλου χριστιανικόν κόσμον τῆς Ὀρθοδόξου Θείας Λατρείας». Είδικώτερα ἡ εὐχαριστιακή μετοχή τῶν πιστῶν, τό θεμέλιο τοῦτο τῆς ὅλης λατρευτικῆς ζωῆς, προσδιορίζει καί τόν ἄξονα τῆς καθόλου ζωῆς καί πορείας τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου, τό ὁποῖο -μέ τήν ὑποδειγματική ἄσκηση τῆς λειτουργικῆς καί τῆς ἐν γένει λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας- θά ἀποτελεῖ πρός τούς ἔξω παράδειγμα καί ζωντανή εἰκόνα τοῦ Ὀρθοδόξου τρόπου ὑπάρξεως. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προκρίνει τή Θεία Λειτουργία καί γενικά τή λατρευτική ζωή. Τόσο ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅσο καί ἡ εὐσέβεια τῆς Ἀνατολῆς εἶναι θεμελιωμένες στή λατρεία καί τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ συνδυασμός μελέτης καί προσευχῆς ἐνσαρκώνει πραγματικά καί αὐξάνει τήν θεολογική γνώση, ἡ ὁποία, χωρίς τήν προσευχή καί τή λατρεία παραμένει μιά ἀνέφικτη θεωρία, χωρίς δυναμική καί χωρίς ἀγαθά γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελέσματα. Αὐτήν τή σχέση λατρείας καί θεολογικῆς γνώσεως εἶχε ὑπ’ ὄψιν του ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικός ὅταν στό περί Προσευχῆς ἔργο του σημείωνε: «εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ» (PG 79, 1180B).

Ἡ λατρευτική ζωή στόν Ἱερό Ναό τοῦ Κέντρου καί ὁ ἐκκλησιαστικός καί πνευματικός χαρακτήρας τοῦ Πατριαρχικοῦ αὐτοῦ ἱδρύματος εἶναι ἀναγκαῖο νά πλαισιώνονται ἀπό κηρύγματα καί ἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες θά προάγουν τήν κοινοτική λατρευτική συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων καί παράλληλα θά ἀποτελοῦν πληροφορία πρός τόν καθόλου χριστιανικό κόσμο τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας καί παραδόσεως. Ἡ Ὀρθόδοξη λατρεία, μέ κέντρο της τήν εὐχαριστιακή λειτουργική ζωή, βεβαιώνει τόν οἰκουμενικό, δηλαδή τόν ὑπερεθνικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήν εὐχαριστιακή σύναξη βιώνεται ὁ ὑπερεθνικός καί ὑπερπολιτισμικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς πολιτείας. Οἱ πολιτισμικές, ἐθνικές καί οἱ ὅποιες ἄλλες ἰδιαιτερότητες τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, χωρίς νά ὑποτιμῶνται ἤ νά καταργοῦνται δέν συνιστοῦν ἀσφαλῶς ἀπόλυτο, κυριαρχικό καί προσδιοριστικό στοιχεῖο τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας. Στήν προσπάθεια νά τονισθεῖ ὁ οἰκουμενικός καί ὑπερεθνικός χαρακτήρας τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου τῆς Γενεύης ἐξυπηρετοῦνται σ’ αὐτό τρεῖς ὀρθόδοξες κοινότητες: ἡ ἑλληνική, ἡ γαλλόφωνη καί ἡ ρουμανική. Μ’ αὐτά τά δεδομένα εἶναι πρόδηλο ὅτι στό κοσμοπολίτικο περιβάλλον τῆς Γενεύης ἡ ὑποδειγματική ἄσκηση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς ἀποτελεῖ ποιμαντικό χρέος καί πραγματική μαρτυρία τοῦ Ὀρθοδόξου βιώματος καί φρονήματος.

Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ λειτουργική ἀτμόσφαιρα στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τονίζεται ἰδιαίτερα μέ τήν ἐκκλησιαστική εἰδικότερα τέχνη. Ἡ ἁγιογραφία καί ἡ μουσική, μαζί μέ τήν ἀρχιτεκτονική, συνιστοῦν βασικά στοιχεῖα τά ὁποῖα πλαισιώνουν τή λατρεία, βοηθοῦν πνευματικά τόν πιστό, κατευθύνοντάς τον στήν κατάνυξη καί στόν κατά Χριστόν βίο. Ὁ περικαλλῆς ἱερός Ναός τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου, ἡ ἐντυπωσιακή καί ἰδιόμορφη ἁγιογράφηση καί ἡ συνεπής βυζαντινή μουσική ἀπόδοση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων καθιστοῦν τά λειτουργικά δρώμενα προσιτά καί οἰκεῖα στόν ἄνθρωπο τῆς καλῆς θελήσεως καί βοηθοῦν ἀκόμα καί τόν προκατειλημμένο νά προσεγγίσει καί νά ἀνακαλύψει τό μήνυμα καί τό νόημα τῆς Ὀρθόδοξης λογικῆς λατρείας. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καταγράφοντας τίς κατευθύνσεις τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά ἀκολουθήσει τό Πατριαρχικό Κέντρο, σημείωσε ἰδιαίτερα τή μεγάλη ἀξία τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί ὑπέδειξε ὅτι τό Κέντρο, παράληλα μέ τήν ὑποδειγματική ἄσκηση λατρείας, ἔπρεπε νά προβάλλει παντοιοτρόπως τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική τέχνη. Μέ τήν ὀργάνωση ἐκθέσεων Ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας καί γενικά ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, καθώς καί μέ τή συγκέντρωση ἐκτελέσεων μαθημάτων Βυζαντινῆς Μουσικῆς σέ δίσκους καί φωνοληπτικές ταινίες, θά βοηθοῦσε ὄχι μόνο τόν Ὀρθόδοξο λαό, ἀλλά καί Χριστιανούς ἄλλων παραδόσεων νά προσεγγίσουν τον λειτουργικό καλλιτεχνικό πλοῦτο τῆς Ὀρθοδοξίας.

ό.π., σ.112–116.

Ἡ καλλιέργεια τῆς μελέτης τῆς Θεολογίας

Ἀπό τούς πλέον βασικούς σκοπούς τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχικοῦ Κέντρου τῆς Γενεύης εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς θεολογικῆς μελέτης. Ἡ σοβαρή μελέτη τῆς χριστιανικῆς γενικά παραδόσεως καί τῆς Ὀρθόδοξης εἰδικότερα διδασκαλίας, ὡς καί ἡ προσέγγιση τῶν ποικίλλων θεολογικῶν ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα προβάλλουν ἡ σύγχρονη πρόοδος καί ἡ σημερινή ἀνθρώπινη πολυπολιτισμική κοινωνία, ἀποτελοῦν πρωταρχικό χρέος τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου ὁ λόγος της νά εἶναι πειστικός, ἀποτελεσματικός καί νά ἀνταποκρίνεται στίς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν. Στήν πεντηκονταετή ἱστορία τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου ἡ ἀποστολή αὐτή καλλιεργήθηκε μέ συνέπεια, σοβαρότητα καί μέ βαθύ αἴσθημα εὐθύνης. Πολλά συνέδρια, μεταπτυχιακά σεμινάρια, ἐπιστημονικά θεολογικά συμπόσια, ἡμερίδες, διημερίδες καί ἄλλες διμερεῖς καί πολυμερεῖς ἐκδηλώσεις θεολογικοῦ καί ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα πραγματοποιήθηκαν, ὡς ὑπεύθυνες ἀνταπροκρίσεις στίς ἐπιταγές τῶν Πατριαρχικῶν Σιγιλλίων, γιά ὑπεύθυνη μελέτη καί πληροφορία τοῦ καθόλου χριστιανικοῦ κόσμου καί ὡς συμβολή στή γενικότερη ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας.

Ἡ θεολογική μελέτη καί ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα εἶναι βασικό δεῖγμα τῆς γνήσιας ἐκκλησιαστικότητος καί τοῦ πνευματικοῦ καί θεολογικοῦ χαρακτήρα τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου. Λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἀμιγῶς ἐκκλησιαστική καί βρίσκεται στήν καρδιά τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, δέν θά ἦταν δυνατή ἡ ἀποτελεσματική λειτουργία ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος, ἄν δέν προσδιοριζόταν ἀπό σοβαρή θεολογική μελέτη καί ἔρευνα. Ἔτσι, ἡ θεολογική ἐργασία καί μελέτη ἔγινε τρόπος λειτουργίας τοῦ Κέντρου. Τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε τίς τρεῖς πρῶτες δεκαετίες τό ἐπιστημονικό ἐπιτελεῖο τοῦ Κέντρου καί γιά τά ὁποῖα ὀργανώθηκαν Συνέδρια, μέ εὐρεία συμμετοχή εἰδικῶν ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τίς χριστιανικές παραδόσεις, καλύπτουν τόσο ζητήματα τῆς Ἱστορίας, ὅσο καί προβλήματα τῆς ἐπικαιρότητος. Σημαντικό μέρος αὐτῆς τῆς ἀκαδημαϊκῆς ἐργασίας ἔχει δημοσιευθεῖ στή σειρά «Θεολογικαί Μελέται», ἐνῶ ἄλλο ἔχει περιληφθεῖ στό περιοδικό «Ἐπίσκεψις», τό δελτίο εἰδήσεων τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

ό.π., σ.117.

Ἡ προαγωγή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πνεύματος

Στούς βασικούς στόχους τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχικοῦ Κέντρου τῆς Γενεύης ἀσφαλῶς περιλαμβάνεται καί ἡ καλλιέργεια τοῦ γνησίου οἰκουμενικοῦ πνεύματος, τό ὁποῖο χαρακτηρίζει τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ὑπῆρξε ποτέ μιά κλειστή κοινωνία, ἀντίθετα ὑπῆρξε σταθερά μιά ἀνοικτή πόρτα στόν κόσμο. Χωρίς πλέγματα ξενοφοβίας, ἦταν πάντα ἀνοικτή στήν ἀποδοχή καί διακονία τοῦ ἄλλου. Στίς εὐθύνες τοῦ Κέντρου χρεώθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παράλληλα πρός τήν προώθηση τῆς μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπικοινωνίας, καί ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν ἐπαφῶν «μετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, […] πρός ἀνάπτυξιν καί προαγωγήν […] τῆς διαχριστιανικῆς ἑνότητος». Ἔτσι, τό Πατριαρχικό Κέντρο, εὑρισκόμενο στή Γενεύη πλησίον τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν καί χαῖρον τῆς ἐκτιμήσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνέλαβε τήν ἀποστολή νά διακονεῖ τό ἔργο τῆς προσεγγίσεως τῶν προερχομένων ἐκ διαφόρων χριστιανικῶν παραδόσεων πιστῶν, μέ διάθεση χριστιανικῆς κατανοήσεως, ἀγάπης καί ὑπευθυνότητος γιά τή μεγάλη ἰδέα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Τό Πατριαρχικό Κέντρο, ἐλεύθερο ἀπό κάθε νοοτροπία θρησκευτικοῦ ἐπαρχιωτισμοῦ, ἐσωστρέφειας καί ἄγονης αὐτάρκειας, ἀκολούθησε τόν δρόμο τόν ὁποῖο χάραξε μέ τή σοφία καί τό γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημά του τό σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Τό ἱερό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς γνήσιος ἐκφραστής τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, κατανόησε ὅτι ἡ ὑπεράσπιση τῆς πίστεως καί ἡ Ὀρθόδοξη ἱεραποστολή δέν γίνονται μέ συνθήματα καί μέ κραυγές συντηρητισμοῦ, ἀλλά μέ τόν ὑπεύθυνο ἀγώνα γιά τήν προώθηση τῆς ἰδέας τῆς φιλοξενίας καί τῆς ὑποδοχῆς τοῦ ἄλλου. Ἔτσι, ἡ οἰκουμενική προσπάθεια, ὡς κένωση ἀγάπης καί γνήσιας μαρτυρίας, κατανοήθηκε ὡς χριστιανική εὐθύνη, τῆς ὁποίας ἡ ἀποστέρηση ἀνακυκλώνει τήν ἀπομόνωση καί τίς θλιβερές διαιρέσεις. Ἡ βαθιά πεποίθηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ὀφείλει σήμερα, μέσα ἀπό τήν πιστότητα στήν παράδοσή της, νά κάνει ὁρατό τόν οἰκουμενικό της χαρακτήρα, ἔγινε βασική κατεύθυνση τῆς λειτουργίας τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου τῆς Γενεύης. Ἡ ὅλη, λοιπόν, οἰκουμενική προσπάθεια τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου στηρίχθηκε στή θεμελιώδη ἀρχή ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία χωρίς τήν οἰκουμενική της ἀναφορά ὑποβιβάζεται σε μιά ἀπό τίς πολυάριθμες Ὁμολογίες, ἐνῶ ἡ ἀνάληψη τῆς οἰκουμενικῆς εὐθύνης, ἰδιαίτερα σήμερα, στήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποίησης, ἐναρμονίζεται πλήρως πρός τό αἰώνιο οἰκουμενικό κήρυγμά της.

Στό πλαίσιο τῆς προαγωγῆς τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύματος, τό Πατριαρχικό Κέντρο ἔγινε τόπος ἐλεύθερης διακίνησης ἰδεῶν καί γνήσιου θεολογικοῦ διαλόγου πρός ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Χωρίς προκαταλήψεις, ἀλλά καί μέ πιστότητα στήν ἀρχαιοπαράδοτη πίστη τῆς ἀδιαίρετης Χριστιανοσύνης, ἔγινε τόπος διακονίας Ἀνατολῆς καί Δύσεως, κέντρο ἀνιδιοτελοῦς ἐργασίας στήν προσπάθεια γιά τήν ἑνότητα. Μέ βαθειά συνείδηση ὅτι «οὐδέν οὕτω παροξύνει τόν Θεόν ὡς τήν Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι», ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 62, 85), τό Πατριαρχικό Κέντρο ἀνταποκρίθηκε πιστά στήν οἰκουμενική ἀποστολή, τήν ὁποία τοῦ ἀνέθεσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Μέ τά συνέδρια, τίς ἐκδόσεις, τή φιλοξενία διαλόγων, τίς ποικίλες διαχριστιανικές συναντήσεις συνέβαλε στήν προσπάθεια τῆς προσεγγίσεως καί τῆς οἰκοδομῆς τῆς οἰκουμενικῆς Χριστιανοσύνης. Τό ζήτημα τῆς προσεγγίσεως Χριστιανῶν διαφόρων παραδόσεων δέν εἶναι ἀσφαλῶς πάντα ἐφικτό καί εὔκολο. Χρειάζεται διάκριση, γνώση τῶν προβλημάτων, σταθερότητα στίς χριστιανικές ἀρχές καί πρό πάντων ἀγάπη καί πνεῦμα Χριστοῦ. Γιά πολλούς δέν εἶναι εὔκολο νά ἀπαρνηθοῦν συνήθειες καί ἀντιλήψεις αἰώνων, οἱ δυσκολίες ὡστόσο δέν νομιμοποιοῦν τήν ἀδράνεια. Ἡ ἀπραξία καί ἡ παραθεώρηση τῆς κατηγορηματικῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ἰω. ΙΖ’, 11) ὁδηγεῖ τελικά σέ μιάν ἁμαρτωλή αὐταρέσκεια καί ἀποξένωση.

Εἶναι γνωστό ὅτι τό Ὀρθόδοξο Πατριαρχικό Κέντρο τῆς Γενεύης, ἐκφράζον τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀνέπτυξε σοβαρή οἰκουμενική δραστηριότητα, ἡ ἀξία τῆς ὁποίας ἀναγνωρίσθηκε τόσο ἀπό τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅσο καί ἀπό Ἐκκλησίες ἄλλων χριστιανικῶν παραδόσεων. Ἡ συνεργασία μέ τά Οἰκουμενικά Κέντρα ὑπῆρξε πολύπλευρη καί ἀξιοπρόσεκτη. Ἡ συνεργασία αὐτή δέν περιορίσθηκε ἁπλῶς στήν πληροφόρηση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως περί τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί παραδόσεως, ἀλλά προχώρησε καί στήν εἰς βάθος μελέτη τῶν σημείων πού προάγουν καί τῶν σημείων πού δυσχεραίνουν τήν ἑνότητα.

Τά Πατριαρχικά Σιγίλλια τῶν ἐτῶν 1966 καί 1975 τά ὁποῖα ὅρισαν τό πλαίσιο τῆς ἀποστολῆς καί λειτουργίας τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχικοῦ Κέντρου τῆς Γενεύης, μεταλαμπάδευσαν στό Πατριαρχικό αὐτό ἵδρυμα τό ἦθος τίς ἐλπίδες καί τά ὁράματα τοῦ σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου συνοψίζονται στούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «… εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως […] ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστίν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός» (Ἐφ. Δ’, 12-15).

ό.π., σ.120–123.